δυσμουσος

δυσμουσος
    δύσμουσος
    δύσ-μουσος
    2
    нелюбимый музами
    

(αὐλός Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δυσμουσος" в других словарях:

  • δύσμουσος — δύσμουσος, ον (Α) κακότεχνος, ακαλαίσθητος …   Dictionary of Greek

  • δύσμουσος — unmusical masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»